- διαφεντευτής
- οο υπερασπιστής, ο προστάτης: Μετά το θάνατο του αδελφού του, έγινε διαφεντευτής των ανιψιών του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαφεντευτής — ο (θηλ. εύτρα, η) και διαυθεντευτής προστάτης, υπερασπιστής … Dictionary of Greek
διαυθεντευτής — ο διαφεντευτής* … Dictionary of Greek